Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιμηρύομαι — ἐπιμηρύομαι (Α) συσσωρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηρύομαι «τραβώ, σφίγγω, τυλίγω»] … Dictionary of Greek